- ἑλινοφόρος
- ἑλῑνοφόρος, <*>p. [pref] εἱλ-, ον,A bearing vine-tendrils,
κόρυμβος Nonn.D. 16.278
; Διόνυσος ib.17.333.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρυμβος Nonn.D. 16.278
; Διόνυσος ib.17.333.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.